Λαϊκή έκφραση από τα mid00ies τουλάχιστο. Το λέμε για άνθρωπο που στη ζωή του για να ανεγερθεί κοινωνικά ή οικονομικά γλύφει/κολακεύει τους ανωτέρους του και παράλληλα λουφάρει αισχρά, δηλαδή είναι μόνο γλύψιμο φραπεδάκι και τσιγαριά (γιατί είναι και Νεοέλληνας). Ο όρος είναι αδόκιμος για το χαρακτηρισμό των απλών λουφαδόρων. Ο όρος είναι αποκλειστικά για τους λακέδες των προϊσταμένων και των διευθυντάδων που ολημερίς λουφάρουν και ρουφιανέυουν τους υπολοίπους και φυσικά και τους απλούς λαϊκούς λουφαδόρους που κατά βάθος όλοι αγαπάμε!

-Πίπα, φράπα και τσιγάρο όλη μέρα η "φίλη" σου η τσιγαρού Ζάχο, 2 λεπτά αράξαμε με το Σαμίρ και μας κάρφωσε στη προϊσταμένη η ρουφιάνα.

Got a better definition? Add it!

Published