Χωροφύλακας. Ληστρική σλανγκιά της δεκαετίας του 1920 (νταξ, συν πλην), αγνώστου στον γράφοντα ετύμου. Λόγω όμως που ο τελευταίος αρέσκεται στη μαθηματική σκέψη, προτιμά να το σκέφτεται κάπως έτσι, αφού 5Χ5=25.

Πέραν των μαλακιών όμως, όποιος ξέρει τίποτις ετυμολογικώς σοβαρόν ας καταθέσει τον οβολόν του στα σχόλια εδώ από κάτου.

Οι ληστές κατεξευτέλιζαν τους νόμους, τα εκτελεστικά όργανα της πολιτείας, δηλαδή τους χωροφύλακες, αλλά και αυτό το ίδιο το κράτος. Γι αυτό και οι "εικοσιπενταράδες", ή "σακαράκες" ή "καραβανάδες" ή "σταυρωτήδες" ή "σπαθάδες" όπως αποκαλούσαν τους χωροφύλακες [...] βασάνιζαν για ψύλλου πήδημα τους χωρικούς και τους κτηνοτρόφους [...]

Οι χωροφύλακες δεν σταμάτησαν να πυροβολούν μέχρι που οι σφαίρες τους τελείωσαν, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα οι ληστές να διαφύγουν [...] Ύστερα από λίγο [...] οι άντρες του καταδιωκτικού αποσπάσματος άκουσαν κάποιον να τους φωνάζει: "Μπορεί, ωρέ εικοσιπενταράδες, να πάρετε τις κάπες και τα τσαρούχια μας αλλά τα κεφάλια μας δεν θα τα πάρετε ποτέ!"

Βασ. Τζανακάρης Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Εκδ. Μεταίχμιο 2015.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
dryhammer

Το είχα ακούσει κι εγώ πως τους αποκαλούσαν κι έτσι (ή και εικοσιπενταράκια) παλιά, αλλά κανείς δεν ήξερε να μου πεί το έτυμο

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Πάντως στη Θεσσαλία που ήταν τόπος έντονης ληστρικής δράσης υπάρχει το σύνηθες επώνυμο Κοσπεντάρης. Σκέφτομαι μπας κι είχε να κάνει με τπτ πιθανή ημερήσια αμοιβή των χωροφυλάκων, λέμε τώρα... Στην ίδια πηγή βρήκα κ τον όρο "σταυρωτήδες" που λέει στο α' παράδειγμα σε καθαρευουσιάνικο ρεπορτάζ εποχής.

#3
dryhammer

Δές κι αυτό

https://sarantakos.wordpress.com/2017/08/07/sifnos/#comment-448377

μήπως έχει να κάνει με την ημερομηνία καταβολής του μισθού (το μόνο που κατ' ουσίαν τους ενδιέφερε;)

#4
Vasse

Εκτιμώ ότι η λέξη σχετίζεται με τα όρια ηλικίας για την πρόσληψη χωροφυλάκων. Ως κατώτερο όριο είχε ορισθεί το 25ο έτος. Η πρόσληψη στη Χωροφυλακή άμεσα με τη συμπλήρωση του κατώτερου ορίου ηλικίας των 25 ετών, αποτελούσε μια κοινωνική διάκριση για έναν εικοσιπεντάχρονο εκείνης της περιόδου (νεοσύστατο ελληνικό κράτος γύρω στα 1830) λόγω των αυστηρών κριτηρίων επιλογής. Βασίλης από Θεσσαλονίκη.

#5
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Ο Νικολούλας θάταν απάνω κάτω σαραντάρης. Ήτανε χρόνια χωροφύλακας κ' είχε πάρει τότε κοντά την άφεσή του, όταν κάποιος νόμος έκοψε ένα μέρος από το λουφέ της χωροφυλακής. Για είκοσι τόσες δραχμές το μήνα να γυρίζη να σφάζη κότες και να βασανίζει τον κοσμάκη, δεν τον βαστούσε η ψυχή, μας έλεγε, όταν μας διηγότανε πολλά άγρια άθλα του σε Μωριά και Ρούμελη, σ' Εφτάνησα και Δωδεκάνησα.

Κων/νος Χατζόπουλος, Τάσω, 1916