Στα Χιώτικα, αυτός που διατηρεί μιά κάποια υγρασία, νωπός, που δεν έχει στεγνώσει τελείως. Συνήθως για ρούχα απλωμένα αλλά όχι μόνο. (Αγνοώ τόσο την ετυμολογία, όσο και την ορθογραφία γιατί μόνο ακουστά την έχω και όχι κάπου γραμμένη. Όποιος μπορεί ας με φωτίσει...)

-Αφού ημάζωξες που ημάζωξες τα ρούχα, το τζίν σου πως τ' άφηκες στα σκοινιά;

-Ήτανε απλωμένο στα πιό σκεπά κι είναι ήμουδο. Α τ' αφήκω καμιάν ώρα να το βαρέσει ο ήγιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
electron

εικασία > μάλλον παραφθορά από το ιταλικο/λατινικό "umido" , διαβάζεται ούμιντο>ούμιδο-->ήμουδο

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Καλό μου φαίνεται κ πιθανό.

#3
dryhammer

@1. Πολύ πιθανό και να ξέμεινε από τους Γενοβέζους