"Λιμανιώτικος" όρος για το "άραξε", "κάνε κράτει".

"Κάνε άπωσον ρε μαγκίτη" δηλ. φίλος άσε τους τσαμπουκάδες, κάτσε καλά...

Got a better definition? Add it!

Published

#1
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Σωστός. < απωθώ, κυριολ. "σπρώξε" = "κάνε πέρα". Υπάρχει και σε τουλάστιχον ένα γραπτό του Τσιφόρου.

#2
dryhammer

Πρέπει να είναι από τις αρχαιόπληκτες εκφράσεις του ΠΝ που πέρασαν σε αργκοτική χρήση

#3
donmhtsos

Στὴν κοινὴ βαρκάρικη διάλεκτο ἀβάρα. Κυριολεκτικὰ καὶ μεταφορικά.