Σκυλαμπίλιτι ή σκυλability

Η ικανότητα που διαθέτει το εν λόγο άτομο να γίνεται σκύλος/σκύλα/σκυλί, αγγλιστί "bitch mode potential"

- Ο Μίλτος ρε μαν έβγαλε δόντια και δεν του το 'χα να αντιδράει έτσι...

- το κάνει συχνά, έχει τρελό σκυλαμπίλιτι!

Got a better definition? Add it!

Published

Οι κομψευόμενοι νέοι της δεκαετίας του '60 και του '70 που φόραγαν "ψαλιδόκωλα" σακάκια, δηλαδή τα μοντέρνα σακάκια της εποχής με το ένα ή τα δύο ανοίγματα πίσω. Ήταν κάτι σαν συνώνυμο του τεντυμπόης.

Θυμάσαι το Στέλιο απ' τη Σχολή; Λοιπόν άμα τον δεις δεν θα τον γνωρίσεις! Μοντέρνα κουστουμιά, γραβάτα, πατούμενο, ψαλιδόκωλος κανονικός σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Το πενηντάρικο, το χαρτονόμισμα των 50 ευρώ.

Δάγκωσέ μου ένα ντάρικο τσόκο

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τυπάς που θα σου ζαλίσει τα γεννητικά σου όργανα ενοχλώντας σε με ασήμαντες πληροφορίες την ώρα που πρέπει να κάνεις κάτι σημαντικό.Συνήθως στην παρέα τους είναι είτε οι ήσυχοι που μιλάνε μόνο και μόνο για να σε ζαλίσουν είτε οι δεν βάζω γλώσσα μέσα ότι και εάν γίνει.Το κακό με αυτούς τους τύπους είναι ότι άμα δεν συμφωνείς μαζί τους με την πρώτη φορά που θα σε πουν κάτι θα συνεχίσουν να στο λένε μέχρι να τους χώσεις μπουκετίδι.

Σε εξετάσεις στο σχολείο: -Μαλάκα η Αναγέννηση Γιαννιτσών πήρε δεξί εξτρέμ από την Μποτσουάνα -Στα αρχίδια μου ρε μαλακά Παναγιώτη -Ρε παλιά ο τύπος έπαιζε στην Μπαρτσελόνα Β. -Στον πουτσο μου ρε μαλακά -Ρε θα ανεβάσει την ομάδα στην Α'Εθνική -Δεν με νοιάζει ρε μαλακά Ζαλισοπούτση

Got a better definition? Add it!

Published

(.. Στην αλάνα) - Κώστα ποιον παίκτη διαλέγεις? - Θα πάρω τον Τάκη. - Καλά είσαι μαλάκας, αυτός είναι ντιπ σκούλος..

Ποδοσφαιρικός όρος ο οποίος χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που το σουτ είναι εξωφρενικά άστοχο. Όταν ένας παίκτης είναι γενικά άστοχος και άτεχνος, τότε ο όρος μπορεί να χαρακτηρίζει και τον παίκτη.

Got a better definition? Add it!

Published

Η έκφραση, (όταν δεν αναφέρεται σε πασχαλιάτικα αυγά, αυτοκίνητα η κεφάλια), σημαίνει ότι χαλάω τη σχέση μου με κάποιο άτομο, ψυχραίνομαι μαζί του, είμαστε σε διαφωνία, είμαστε τσακωμένοι, δεν μιλιόμαστε, είμαστε ψυχραμένοι, δεν θέλουμε να δούμε ο ένας τον άλλον, γινόμαστε εχθροί, αποξενώνομαι με κάποιον και πάει λέγοντας. Λέγεται και "τα τσουγκρίζω".

-Πηγαίνανε πολύ καλά οι δυο τους, αλλά εδώ κι έναν μήνα τα τζούγκρισαν και δεν μιλιούνται μεταξύ τους.

Got a better definition? Add it!

Published

Βασικά είναι o εντελώς αφρόντιστος, ατημέλητος. Όμως με την εξασύλλαβη έμμετρη σύνθετη αυτή λέξη, που τη λες και γεμίζει το στόμα σου, περιγράφεται-χαρακτηρίζεται γλαφυρά, χορταστικά, έντονα απαξιωτικά και με έμφαση και ο τιποτένιος, ο κουρελής, ο κακομοίρης, ο αποτυχημένος, ο περιθωριακός, ο προβληματικός κλπ.

2 μόρτισσες συζητούν:- Τι να σου λέω φιλενάδα? πήγα τις προάλλες στον χορό που λέγαμε, μπας και βρω κάναν άντρα της προκοπής, αλλά μόνο κάτι ξεπαρταλιασμένοι ήσαν εκεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η Δημοτική Ελληνική Γλώσσα. Έτσι αποκαλούνταν η Δημοτική Γλώσσα κοροϊδευτικά, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, ιδιαίτερα όταν κάποιος αναφερόταν με ιδιαίτερα "λαϊκό" τρόπο η χρησιμοποιώντας άκρα λαϊκό λεξιλόγιο και εκφράσεις μέχρι χυδαιότητας, για εξευγενισμένα η μη ζητήματα. Ο χρήστης του όρου συνήθως προηγουμένως φρόντιζε να μας ενημερώσει περιγραφικά με έναν πιο κόσμιο (καθαρευουσιάνικο) τρόπο πριν την απόδοσή του στην ... "μαλλιαρή".

ο αφηγητής:-Τότε λοιπόν τον απέπεμψε σκαιώς και για να το πούμε και στη "μαλλιαρή", τον έστειλε στο διάολο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτος που σπρώχνει ναρκωτικα,ο ντιλερ

Την εχουν δει μπαριγκες οι dealer του ταλιρου

Got a better definition? Add it!

Published

Στη φανταρίστικη αργκό, κάποιας εποχής τουλάχιστον, το ειδικό εργαλείο γραφείου για το τρύπημα των εγγράφων προκειμένου στη συνέχεια να αρχειοθετηθούν.

-Πιάσε ρε σύ τον κωλομπαρά να ταχτοποιήσω λίγο αυτά τα χαρτιά, γιατί σε λίγο θα βγούνε φίδια εδώ μέσα!

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published