κάνω κάλτσα = βάζω χρήματα στην άκρα, αποταμιεύω, κάνω καβάτζα.
Πολύπειρος νυχτόβιος ταρίφας εξιστορεί σε ανυποψίαστους πελάτες: -Έβαλα το γιο μου σε μια δουλειά και μόλις έκανε κάλτσα, δεν ξαναπάτησε στο πατρικό μας.
Got a better definition? Add it!
Published 2017-11-07 00:50:37+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments