κάνω κάλτσα = βάζω χρήματα στην άκρα, αποταμιεύω, κάνω καβάτζα.

Πολύπειρος νυχτόβιος ταρίφας εξιστορεί σε ανυποψίαστους πελάτες:
-Έβαλα το γιο μου σε μια δουλειά και μόλις έκανε κάλτσα, δεν ξαναπάτησε στο πατρικό μας.

Got a better definition? Add it!

Published