Ποσυνάζω (ρήμα) και ποσυναμένος (επίθετο).

Τακτοποιώ κάτι, είμαι τακτοποιημένος μετά από κάποια δουλειά, έχω κάνει μπάνιο, ξυριστεί και ντυθεί, και είμαι έτοιμος να πάω στο καφενείο του Νίκου ή της Ιωάννας για ρακές. Χρησιμοποιείτε κατά κόρον σε χωριό της Κρήτης.

- Για σου ωρέ Δημήτρη, ίντα γίνεται;
- Για σου ωρέ Κούνελε, πάω να ποσυνάξω τα εργαλεία, να ποσυναχτώ κι εγώ, και τα λέμε στο καφενείο.
- Σε ποιο από τα δύο, στο ελληνικό ή στο αλλοδαπόν;
- Άντε απόψε στο αλλοδαπό, θα πάμε για κεφαλάκια!
(προηγουμένως είχε ποσυνάξει δυο κατσικάκια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

μήπως εκ του απο-συνάζω;

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Ε ναι, το πιθανότερο.

#3
kounelos66

Μάλλον από εκεί προέρχεται, έπρεπε να το γράψω με υ , ας το διορθώσει ο δχστής παρακαλώ. Ο πατέρας μου το χρησιμοποιούσε και αν κάτι καταστρεφόταν ! - Γιαννιό παιδί μου μπράβο ! Το ποσύναξες το ποτήρι ! (Έριξα το ποτήρι κάτω κι έσπασε).