Το ρήμα του κάνω κάποιον μπαούλο , δηλαδή τον σπάω στο ξύλο αλλιώς και μπαουλιαζω , χρησιμοποιείται κυρίως από θεσσαλονικιους και αναφέρονται σε κάποιον που παίξανε ξύλο πρόσφατα.

Ήρθε της προάλλες ένας εδώ στο μαγαζί και μου πούλαγε τρέλα,και κάτι με είπε νευρίασα και τον μπαουλιασα

Τον έκανα μπαούλο

Got a better definition? Add it!

Published

#1
iwn

Πράγματι η έκφραση "παίζει" στη Β. Ελλάδα (τουλάχιστον). Έχω όμως την άποψη ότι είναι νταουλιάζω, νταούλιασμα, θα σε νταουλιάσω (και όχι μπαουλιάζω) δηλαδή θα σε μεταχειριστώ σαν νταούλι (davul, μουσικό κρουστό λαϊκό όργανο που παίζεται κυρίως από πλανόδιους μουσικούς), το οποίο παίζεται-κρούεται με χοντρό κομμάτι ξύλου ,είναι και ογκώδες,κάτι που παραπέμπει-παρομοιάζει σε πρήξιμο σαν συνέπεια ξυλοδαρμού.

λεζάντα εικόνας

#2
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

Ναι, το νταούλι γουγλίζεται (κ όχι μόνο) ευρέως σε σχέση με το πρήξιμο. Πανελλαδική η χρήση.