Το ρήμα του κάνω κάποιον μπαούλο , δηλαδή τον σπάω στο ξύλο αλλιώς και μπαουλιαζω , χρησιμοποιείται κυρίως από θεσσαλονικιους και αναφέρονται σε κάποιον που παίξανε ξύλο πρόσφατα.

Ήρθε της προάλλες ένας εδώ στο μαγαζί και μου πούλαγε τρέλα,και κάτι με είπε νευρίασα και τον μπαουλιασα

Τον έκανα μπαούλο

Got a better definition? Add it!

Published