Από τις λέξεις ψωλή + compress (συμπιέζω). Η τρανσέξουαλ γυναίκα που δεν έχει κάνει επέμβαση αλλαγής φύλου οπότε διαθέτει πέος.
Περάσαμε χθες βράδυ μια βόλτα από τη Συγγρού να δούμε καμιά ψωλοκομπρέσα.
Got a better definition? Add it!
Published 2020-07-14 07:56:45+00:00
Khan
2020-07-16 12:02:51+00:00
Δυνατό λήμμα!
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
1 comment
Khan
Δυνατό λήμμα!