Από τις λέξεις ψωλή + compress (συμπιέζω). Η τρανσέξουαλ γυναίκα που δεν έχει κάνει επέμβαση αλλαγής φύλου οπότε διαθέτει πέος.

Περάσαμε χθες βράδυ μια βόλτα από τη Συγγρού να δούμε καμιά ψωλοκομπρέσα.

Got a better definition? Add it!

Published