Λαϊκή, χιουμοριστική ή παιδική ονομασία του γυναικείου γεννητικού οργάνου.
Της ψιθύρισε στ’ αυτί κάτι για το λιλίκι της κι εκείνη γέλασε ντροπαλά.
Λαϊκή, χιουμοριστική ή παιδική ονομασία του γυναικείου γεννητικού οργάνου.
Της ψιθύρισε στ’ αυτί κάτι για το λιλίκι της κι εκείνη γέλασε ντροπαλά.
Got a better definition? Add it!
Αυτός για τον οποίο κάθε προσπάθεια πάει χαμένη, ο άχρηστος, ο ανάξιος, αυτός που δεν αξίζει τίποτα απ' όσα του προσφέρονται.
Τόσα του έδωσαν οι φίλοι του, του στάθηκαν τόσο πολύ κι αυτός τίποτα… χαραμίας απ’ τους λίγους!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει μικρό πέος, ο μικροτσούτσουνος.
- Γιατί χωρίσατε με τον Γιάννη;
- Με είχε πρήξει! Άσε που ήταν και μαριδοψώλης, για κατούρημα πήγαινε και τον έψαχνε στο σώβρακο.
Got a better definition? Add it!
Ο μεσήλικας ή υπερήλικας άντρας που σαλιαρίζει ή την πέφτει σε πολύ μικρότερης ηλικίας γυναίκες.
Ο Τάκης μόλις δει καμιά πιτσιρίκα αρχίζει να την γυροφέρνει και να λέει σαχλαμάρες. Μάλλον ξεχνάει πως κοντεύει τα 55, το γεροντολιγούρι!
Got a better definition? Add it!
O παραχαϊδεμένος, ο ανώριμος, ο άβουλος άντρας.
Ο Γιάννης είναι καλό παιδί αλλά δεν ξεκολλάει από τα φουστάνια της μάνας του. Εντελώς χαδομούνης δηλαδη.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν είναι σεξουαλικά επαρκής, δεν είναι αποδοτικός στο σεξ ώστε να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Κατ΄επέκταση ο ξενέρωτος, βαρετός, ανούσιος άντρας.
-Μαρία, πάμε για κανά ποτό μετά τη δουλειά; Θα έρθει και ο Γιάννης.
-Ο Γιάννης; Με αυτόν τον χαδομούνη εγώ δεν ξαναβγαίνω. Είναι πολύ βαρετός...
Got a better definition? Add it!
Από τις λέξεις "μουνί" και "συναγρίδα". Η ελκυστική, σέξι γυναίκα στην παραλία.
Πήγα χθες για μπάνιο και αρρώστησα. Η παραλία ήταν γεμάτη μουναγρίδες!
Got a better definition? Add it!
Η πουτανίτσα.
Είδα χθες στην παραλία την Μαρία με καινούριο γκόμενο. Ο τρίτος για φέτος, καλά την είχα κόψει για ψωλοπιπέτα.
Got a better definition? Add it!
Η όμορφη, καμαρωτή, καλλίγραμμη γυναίκα.
- Χθες συνάντησα τον Κώστα με την αδερφή του.
- Ναι, την έχω γνωρίσει. Πολύ καλή, φίλε. Αλφαδογκόμενα!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που έχει φαρδύ κόλπο, που έχει "ξεχειλώσει" το αιδοίο της από το πολύ σεξ. Κατ' επέκταση η εύκολη, η νυμφομανής, η πόρνη.
"Το Μαράκι δεν έχει αφήσει άντρα για άντρα στο γραφείο, με όλους έχει πάει. Μεγάλη μητροφάλαγγα λέμε".
Got a better definition? Add it!