Το προεξέχον και κρεμάμενο δέρμα συνήθως προερχόμενο χείλη του αιδοίου, ομοιάζοντας με τις άκρες του κασεριού που προεξέχει του τοστ. Χρησιμοποιείται μόνο σε πληθυντικό αριθμό. λεζάντα εικόνας

-Έβαλα το Ντινάκι χθες. -Έλα ρε, σφιχτό μουνι: -Τι σφιχτό μωρέ, μες στα κασέρια ήταν το παρτάλι

Got a better definition? Add it!

Published