Η κατάσταση που όλοι περνούν καλά και συνδυάζει την διασκέδαση με αστεία ή ευχάριστα περιστατικά.

1 - Πώς περάσατε χθες στο club;
- Καλά τι να σου λέω... Ήταν όλη η παρέα... Ήπιαμε, χορέψαμε, έγινε έτσι ένας τζέρτζελος ρε παιδί μου!

  1. - Πόσα άτομα έχεις καλέσει στο πάρτι;
    - Θέλω να είναι αρκετοί... να γίνει και λίγο τζέρτζελος...

Πολυτονιστής επιγραφέας. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Λέγεται και τζερτζελές.

#2
jesus

εγώ το ξέρω ουδετέρου γένους κ ως τζερτζελέ επίσης.