Υπερβολική καύλα που αρνείται να υποχωρήσει... (ακόμα και όταν προσπαθείς να κατουρήσεις )

Χρησιμοποιείται αστεία ως χαρακτηρισμός προσώπων που προκαλούν έντονη σεξουαλική όρεξη.

Καλά γνώρισα μια γκόμενα χθες... Τι καύλα ήταν αυτή!
Κατουρόκαυλα!... τι να σου λέω..

(από Khan, 09/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Εγώ λοιπόν ήξερα ως «κατουρόκαυλα» την ακούσια (αν τέλος πάντων υπάρχει και εκούσια) πρωινή στύση πριν πας για κατούρημα. Πάλι μαλακίες μου είχαν πει.

#2
Galadriel

Α καλά, τώρα είδα ότι υπάρχει και ο πρώτος ορισμός. Λέω και γω...

#3
iron

αχ και ανησύχησα α. ότι το έγκυρο λεξικό μας δεν το έχει ή β. ότι και γω το ήξερα λάθος!