τραβέλι - τράβελερ - traveler - ταξιδιώτης

Χρησιμεύει για κεκαλυμμένη αναφορά σε τραβεστί

- Κόψε έναν ταξιδιώτη περνάει τον δρόμο.

- Πω ρε φίλε, τσολιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified