Ευχή που δίνουμε σε κάποιον μετά από χέσιμο, ώστε να καταλήξουν τα κόπρανά του γρήγορα και ανεμπόδιστα στην χαβούζα και από εκεί στους απέραντους ωκεανούς της γης μας όπου βρεχόμαστε τα καλοκαίρια.


- Έλα ρε τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;

- Έχεζα.

- Καλοτάξιδα να είναι!

Got a better definition? Add it!

Published

τραβέλι - τράβελερ - traveler - ταξιδιώτης

Χρησιμεύει για κεκαλυμμένη αναφορά σε τραβεστί

- Κόψε έναν ταξιδιώτη περνάει τον δρόμο.

- Πω ρε φίλε, τσολιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Μαν πάμε Ταυλάνδη φέτος διακοπούλες τι λες. - Έλα ρε τίγκα στους βυζοψώληδες θα είναι εκεί.

Υποτιμητικά για τραβεστί, ως έχων (-ουσα -ον) καί βυζιά καί πέος.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πολύ βαθύ ξύρισμα που κάνει το δέρμα τοσο απαλο ωστε να προσομοιάζει κυριως στην αφή με νωπό κοτόπουλο.

Στο παρακάτω παράδειγμα παραθέτω αληθινό περιστατικό απο τον ΕΣ Κέντρο Διαβιβάσεων , Δίκας Συνταγματος Vs random κωλοφάνταρου, οπως μου είχε μεταφερθεί από αυτόπτη μάρτυρα.

- εσύ τώρα έχεις ξυριστεί;; - ΜΑΛΙΣΤΑ! - πήγαινε ξυρίσου σωστά και ξαναέλα.

(επιστρέφει με κοντρα ξύρισμα και ο δίκας τον επιθεωρεί με σφαλιαρίτσες τύπου Κορλεόνε)

- έτσι σε θέλω! κοτόπουλο!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ματούρ φάση 45-50+, χήρα ή ζωντοχήρα, συναντάται στην επαρχία και ευδοκιμεί ιδίως στις παραμεθόριες περιοχές όπου υπάρχουν στρατόπεδα, τρελαίνεται για φαντάρους και οι φαντάροι τρελαίνονται γι' αυτήν, δεν το κάνει για χρήματα το κάνει γιατί γουστάρει τα χοντράδια, ίσως η μοναδική περίπτωση σύγχρονης Ελληνίδας που γουστάρει με τρέλα τα φαντάρια εκεί που οι υπόλοιπες τα απαξιώνουν

Οι φανταρομάνες δεν έχουν την αποδοχή της κλειστής κοινωνίας όπου ζούνε αφού οι συντοπίτες τους τις θεωρούνε πουτάνες, ίσως έτσι μπαίνουν και αναπόφευκτα -τρόπον τινά- στο τριπάκι της συχνής συναναστροφής με φαντάρους καθώς αυτοί είναι περαστικοί και ακομπλεξάριστοι, ενώ ο περίγυρος ουσιαστικά τις έχει απομονώσει (κοινωνιολογική ανάλυση του φαινομένου).

Ως επί το πλείστον τις φανταρομάνες ανακαλύπτουν και καπαρώνουν τα επόπια και τις κρατάνε έξω από τα φώτα της δημοσιότητας και σε στενό κύκλο καθ'ότι μοναχοφάηδες.

(διάλογος ΕΠΟΠ-φαντάρου)

- Απόψε έχω διανυκτέρευση.
- Πού θα πας, θα κάτσεις σπίτι;
- Όχι ρε θα πάω στη Σούλα να ξεφορτώσω.
- Ποια Σούλα;
- Δεν την ξέρεις, μια φανταρομάνα από δω.
- Θα μου την γνωρίσεις και μένα;
- Όχι.
- 143 και σήμερα ρε
- Σκάσε.
- Δε σε χάλασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό του Ε.Σ. χαρακτηρίζει τον ανώτερο αξιωματικό (κυρίως με πόστο δίκα/υπόδικα) που φροντίζει τους φαντάρους της μονάδας του (τάγματος/συντάγματος κλπ) παρέχοντάς τους εξαιρετικά προνόμια όπως λ.χ. τιμητικές, άγραφες τα σου/κου, έξτρα ώρες ύπνου κλπ.

Σε αντιστάθμισμα της καλοσύνης του τις περισσότερες φορές ο φανταροπατέρας εμφανίζει ένα ιδιαίτερα σκληρό και αυστηρό πρόσωπο απέναντι στους φαντάρους, είναι λάτρης της πειθαρχίας και καμπανιάζει αβέρτα, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν νοιάζεται, άλλωστε το κάνει για το δικό τους καλό όπως θα έπραττε και ένας πατέρας για τα παιδιά του.

(Τον όρο μου είχε μεταφέρει όταν υπηρετούσα στην βασική εκπαίδευση κάποιος λοχίας αναφερόμενος στον δίκα του κέντρου)

- Λοχία μας έχει αλλάξει τα φώτα ο διοικητής, φόβος και τρόμος.
- Πάτε καλά ρε; Ο άνθρωπος είναι φανταροπατέρας! Αλλά πού να καταλάβετε, είστε νέοι ακόμα... Περιμένετε να πάτε στις μονάδες...
- Εγώ τα έχω κανονίσει θα πάω ΓΕΣ με τη μία.
- Στρατηγός ή πολιτικός;
- Μητροπολίτης
- Αυτά είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για υπερήλικα που, λόγω της υπό κατάρρευση εξωτερικής του εμφάνισης, μοιάζει σα να γεννήθηκε σε άλλες γεωλογικές περιόδους.

Ο όρος ανατρέχει πίσω στα 90's και είναι παρακαταθήκη της ταινίας Τζουράσικ Παρκ, η οποία έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό την Ιουρασική περίοδο βάζοντας το λιθαράκι της στο οικοδόμημα της εγχώριας αργκό.

Συνων. εσχατόγερος-γρια, ζομπόγερος-γρια, γκραβούρα (για γριές).

- Μλκ! Τι τζουράσικ είν' αυτό!
- Σκάσε βλάκα, η γιαγιά μου είναι. - Και τι;
- Ναι, σωστά...

Ινσέψιο: τζουράσικ παίκτης τζουρά  (από σφυρίζων, 19/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό απορρυπαντικό πιάτων στην στρατιωτική αργκό.

Προέλευση: άγνωστη, προφανώς κάποιος κάπου κάποια στιγμή το αποκάλεσε έτσι και πέρασε από στόμα σε στόμα δίχως να φιλτραριστεί, κλασικός ΕΣ δηλαδή.

(φαντάρος πλένει δίσκους στα μαγειρεία και τον πλησιάζει άλλος φαντάρος)

- Σειρά! ρίξε μου λίγο φάρμακο να πλύνω τα χέρια!
- Σκύψε ψηλέ να σου το βάλω υπόθετο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τύπος έλληνα οδηγού

ο Τάσος οδηγεί με το χέρι του ταρίφα να κρέμεται έξω από το παράθυρο συνήθως κρατώντας τσιγάρο, το αμάξι του είναι πάντοτε πλυμένο και ελάχιστα πειραγμένο (διαφορά με κάγκουρα), φοράει γυαλί ηλίου χειμώνα-καλοκαίρι και κάνει συχνά περάσματα από μπουρνάζι για να κοζάρει καταστάσεις (ομοιότητα με κάγκουρα), εκείνο που τον διακρίνει είναι η ώριμη οδηγική του ικανότητα δεν θα κάνει υπερβολές όμως θα το ανοίξει εκεί που πρέπει (διαφορά με κάγκουρα), περνάει το όχημα από το μάτι της βελόνας ελισσόμενος με χαρακτηριστική άνεση ενώ την ίδια στιγμή αστειεύεται για το δύσκολο της μανούβρας που όμως για τον ίδιο είναι πις οφ κέικ αλλά ποτέ δεν θα το παραδεχτεί γιατί αυτός είναι ο Τάσος.

Τέλος, ο ορίτζιναλ Τάσος έχει μαλλί με χαίτη από τα 80's (διαφορά με κάγκουρα)

- Έλα ρε περνάω να σε πάρω με τ'αμάξι
- Όχι ρε άσ' το έχει κλείσει το κέντρο λόγω πορείας.
- Αγόρι μου...θα περάσω μέσα από την πορεία και θα νιώσουν μόνο το αεράκι στα μαλλιά τους...
- Όπα ρε Τάσο!

Σχετικοάσχετο (από Khan, 25/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν αποκαλείς κάποιον «αρχίδι», αλλά με 17 κιλά μαγκιά που λυγίζουν ακόμα και τα φωνήεντα της λέξης (τσισάκια εννοείται ο τύπος στον οποίον απευθύνεται)

Tips: προφέρεται ελαφρώς ένρινα και συνήθως κλείνει μετά από σύντομη παύση την προηγηθείσα ομοβροντία ύβρεων σαν το κερασάκι στην τούρτα.

Αν ήταν υλική ενέργεια, σίγουρα θα ήταν η ροχάλα απαξίωσης του θύτη προς το άγρια ξυλοκοπημένο θύμα το οποίο κείται ημιλιπόθυμο στο έδαφος.

(στο φανάρι)

- Άντε ρε μουνί ξεκίνα!
- Τι 'πες ρε μουνόπανο ξεκωλιάρη μη σου γαμήσω το σπίτι παλιόπουστα που θα με πεις εμένα μουνί;;...(παύση)...αρχέδε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified