'Αλλη μια έννοια της υπερκλασικής, αιώνιας και πολυχρηστικής λέξης "μαλάκας".Όταν προηγείται το άρθρο "ο" και ακολουθεί η κτητική αντωνυμία "σου" το πράγμα βαραίνει, είναι προσβόλα και είμαστε λίγο πριν από το ξύλο. Επίσης μπορεί να σημαίνει απλά το έτερον ήμισυ.

— Μαράκι πες στον μαλάκα σου να μην παρκάρει πετάει τα σκουπίδια από το μπαλκόνι, θα τον εγαμήσω.

— Σκάει η Λένα με το μαλάκα της στο πάρτυ, τι φλώρος ρε μαλάκα

Got a better definition? Add it!

Published