Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Σκονογαλού, η (ουσ.). Η μητέρα που είναι πορωμένη με τη φόρμουλα, η οποία επιμένει πως είναι καλύτερη από το θηλασμό. (credit: evasive muse)

-Κάτσε να δώσω λίγο βυζί στη μπουμπού στο παγκάκι, πριν σκάσει μύτη η Φρώσω με τα ψηλοτάκουνα και το Στόκκε.

- Α, την ξέρω, τρελή σκονογαλού η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published