Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι ο αδιάθετος, ο μισοάρρωστος.
Νιώθει δεβόγιος σήμερα.
Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι ο αδιάθετος, ο μισοάρρωστος.
Νιώθει δεβόγιος σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι η υποχονδρία.
Πέθανε απ’ την υποκοντρίλα του. Τον παρακαλάγανε τα παιδιά του να εμβολιαστεί και αυτός εκεί! (Δες).
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά του αγγλικού revenge travel. Πρόκειται για μια από τις εμβληματικές τάσεις και λέξεις των ετών 2022-2023, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, και περιγράφει τη μαζική στροφή στα ταξίδια ύστερα από την καραντίνα για τον κορονοϊό Covid-19, προκειμένου να πάρουμε το αίμα μας πίσω.
Got a better definition? Add it!
Eκ του αγγλικού mask= μάσκα και του κορεατικού sagikkun= απάτη). Η τάση στις εφαρμογές γνωριμιών να εμφανίζεσαι στη φωτογραφία του προφίλ σου με χειρουργική μάσκα. Προφανώς, όχι γιατί κινδύνευες να κολλήσεις το οτιδήποτε, αλλά γιατί το μασκοφορεμένο πρόσωπο είχε φτάσει να φαντάζει πιο ελκυστικό από το ακάλυπτο. Μία από τις λέξεις και τις τάσεις του 2022.
Με το μάγκικαν προφίλ δεν μπορείς να καταλάβεις τα κιλά του. Κάνας μπουχέσας θα είναι. Από μένα είναι όχι.
Got a better definition? Add it!
Πνευμετικός, ο (ουσ.). Ο ιερέας με κυριαρχικές τάσεις, δογματικές απόψεις και παιδοφιλικές αναζητήσεις.
- Να σας γνωρίσω τον Πάτερ Ιερόκαυλο, τον πνευμετικό μου.
Got a better definition? Add it!
Καημενομανούλα, η (ουσ.). Η μητέρα που παρεξηγείται με ό,τι λες για θηλασμό, καισαρική, σωστό φαγητό, γιατί το παίρνει προσωπικά. (credit: evasive muse)
- Και με αρχίζει η Ναστάζια στις γνωστές μαλακίες: "Εγώ, δηλαδή δεν είμαι καλή μανούλα που δε θήλασα; Αφού μου κόπηκε το γαλα από μάτι. Η κάθε μανούλα κάνει το καλύτερο για το παιδάκι της".
- Τί να της πεις και συ της καημενομανούλας;
Got a better definition? Add it!
Σκονογαλού, η (ουσ.). Η μητέρα που είναι πορωμένη με τη φόρμουλα, η οποία επιμένει πως είναι καλύτερη από το θηλασμό. (credit: evasive muse)
-Κάτσε να δώσω λίγο βυζί στη μπουμπού στο παγκάκι, πριν σκάσει μύτη η Φρώσω με τα ψηλοτάκουνα και το Στόκκε.
- Α, την ξέρω, τρελή σκονογαλού η τύπισσα.
Got a better definition? Add it!
Ντράβαλα με γκόμενες ή αλλιώς δουλειές με φούντες (από την αντίστροφη).Ο περί ου ο λόγος τζόβενος μοντελοπνίχτης και βάλε στην καθισιά του [άμα λάχει] να 'ουμ'4 είναι το αγενές αλλά ταυτόχρονα συμπαθές δίποδο που δημιουργεί ή/και εμπλέκεται σε δίπορτες, τρίπορτες, πολύπορτες φαρσοκωμωδίες ερωτοσεξουαλικού περιεχομένου που μόνο και να τον πάρουνε χαμπάρι πέφτει ξύλο μετά μουσικής και γέλιο και των γονέων - από τους πιο σκατόψυχους εκ του μακρόθεν παρατηρητές της ιστορίας του. Κι επειδή "σπίτι χωρίς κέρατο - δάσος δίχως έλατο" έχει γίνει πονοκέφαλος και στόχος πολλών αγανακτισμένων κερατάδων ο γκομενοδουλευταράς γιατί κάποια στιγμή το απόθεμα σε λεύτερες εξαντλείται και επεκτείνεται το δαιμόνιο των δραστηριοτήτων του και στις παντρεμένες. Αμανάτι του γκομενοδουλευταρά είναι ασθένειες και παιδιά πολλές φορές όταν δεν τηρούνται οι απαραίτητες προφυλάξεις. Πλέον και οι γυναίκες επιδίδονται στο σπορ με γκόμενους ή γκόμενες, όπως και οι άντρες, χωρίς επίφαση μπουρδέλου, στην απελευθερωμένη και καλά κοινωνία που ζούμε του 21ου.
- Κοίτα φίλε, τη Σούλα... Λέει έτσι;
- Από που τη βλέπεις ρε; Αυτή έχει πιο πολλούς κώλους στο προφίλ της παρά πρόσωπο! Να αυτός εδώ είναι τριχωτός!... Στάσου να δω... Α, είναι σπόιλερ, άκυρο.
- Να, κοίτα και τη Λούνα...
- Ποια Λούνα, τη Λούνα Παρκ; Έλα ρε μαλάκα, μη μου πεις ότι σ'αρέσει αυτή η χοντρή τώρα... Συγκεντρώσου! Σα καρουζέλ είναι με τόσες περιφέρειες... Όνομα και πράγμα!
- Ναι, αλλά κάνει ένα κρεβάτι, φίλε...
- Την έχεις πάρει; Νόμιζα ότι "φάτε μάτια ψάρια" ήταν η φάση... Τέλος πάντων, εγώ προτιμώ την άλλη τη μικρή...
- Καλή είναι αλλά άπειρη... Ενώ η παντρεμένη...
- Η χοντρή είναι παντρεμένη;
- Κι έχει και τρία παιδιά. Είναι άλλο πράγμα σου λέω.
- Κι ο άντρας της;
- Ναυτικός.
- Κατάλαβα, δεν υπάρχει στο χάρτη... Τουλάχιστον, είναι τα παιδιά δικά του;
- ...
- Δε φοβάσαι μη της σπείρεις κι εσύ κανένα;
- Πάψε μαλάκα, έρχεται το χαζό!
- Γεια! Αδελφούλη, θα με πας βόλτα με τη μηχανή;
- Όχι τώρα. Έχω δουλειά.
- Τι βλέπετε εκεί, να δω κι εγώ...
- Όχι, φύγε σου λέω, δεν είναι για σένα!...
- Α, κατάλαβα. Γκομενοδουλειές πάλι συζητάτε. Αυτή που έχεις εκεί φωτογραφία σε πήρε τηλέφωνο και σε ζητούσε. Λέει θέλει το "μαρουλάκι" της...
- Μαρουλάκι την έχεις ρε μπάμια;! Αχαχα...
- Όχι ρε, αλλά επειδή είμαι τρυφερούδι...Κι εσύ μικρό ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ!
- Έλα γκομενοδουλευταρά, ρισπεκτ! Μην την κάνεις να βάλει τα κλάματα, κρίμα είναι... Κοίτα πως τρέχει στη μάνα σου.
- Δεν είναι μέσα. Έχει δικές της γκομενοδουλειές να κοιτάξει κι αυτή...
- Προσοχή γιατί κυκλοφορούν κι ασθένειες. Επικίνδυνο σπορ έχετε ξεκινήσει. Ξένη είναι;
- Μεξικανή.
- Μάνα μου!...
Got a better definition? Add it!
Η διάρροια.
Μην κάθεσαι στο πάτωμα, θα σε πιάσει κωλοπετούρα.
Got a better definition? Add it!
Το αλτσχάιμερ (είδος άνοιας) όπως το προφέρουν οι γέροι και γενικώς άτομα μη κοσμοπολίτικα και κοινωνικά υστερημένα από ερεθίσματα ξένων γλωσσών, με αποτέλεσμα η αντιληπτική τους ικανότητα σε φθόγγους ή σε συμφωνικά συμπλέγματα που δεν υπάρχουν στα ελληνικά, να είναι περιορισμένη κι έτσι αυτομάτως ανιχνεύεται η πλησιέστερη μορφή άρθρωσης προς την πρωτότυπη που μπορεί να επιτευχθεί. Η φωνοτακτική ικανότητα που διέπεται από τους περιορισμούς της γλώσσας - στόχου ένταξης της πρωτότυπης ξενόφερτης λέξης αυτομάτως δρα ελληνοποιητικά προς τις ξένες λέξεις. Στα στόματα των απλών ομιλητών αυτή η διαδικασία συμβαίνει αυθόρμητα και αυτό το 'φίλτρο φωνημάτων' ενεργοποιείται αυτόματα, σε αντίθεση με τις προσπάθειες των καλαμαράδων που και διαβασμένοι είναι και σπουδαγμένοι, άρα αυτό το φίλτρο το εφαρμόζουν και με υπερβολές και χωρίς να αποφεύγουν οι παλιότεροι τις καθαρευουσιάνικες υπερδιορθώσεις αστισμού.
- Ίντά'παθε η Κούλα και πιαίνει ετσά;
- Δε ν- τά'μαθες; Έχει ατσχάι.
- Ίντά'χει;
- Ατσχάι μωρέ - δε γ-κατέω πως διάολο το λένε... Ετσέ το λένε οι γιατροί. Μαλάκυνση που λέμε...
- Αλήθεια δα, οι γιατροί με τα λοξά και τα παράξενά τωνε...
Προτείνεται γενική 'του ατσχαγιού', όπως του τσαγιού και είναι ευτράπελος όρος για την ασθένεια που περιγράφει γιατί λήγει σε 'χάι' (το "-μερ" έχει πάει περίπατο. Και δύσηχη λέξη είναι με τόσο συνωστισμό συμφώνων και δυσπρόφερτη, όπου το "-μερ" δε συγκρατείται και λόγω πολυσυλλαβίας).
Got a better definition? Add it!