Αυτός που πηγαίνει όπου μπορεί κάθε στιγμή (πολλές φορές απρόσκλητος ή για άγνωστο διάστημα), ώστε να μην σπαταλάει δικούς του πόρους. Συνήθως, δεν ανταποδίδει και δεν προσφέρει τίποτα σε αντάλλαγμα ποτέ (ίσως κάτι εντελώς άχρηστο ή ανούσιο κατά διαστήματα για ξεκάρφωμα). Σχετικό του σκαλωμαρία, αλλά γενικότερο, με την έννοια του παρασιτικού βίου.

παράδειγμα Λέει η σύζυγος. Τόσο καιρό η μάνα σου, ένα καφέ δεν ήρθε να πιεί να ρωτήσει αν χρειαζόμαστε κάτι και τώρα που θέλει να κάνει δωρεάν διακοπές ήρθε ένα μήνα να μας δει που της λείψαμε, δεν σηκώνει πιάτο κι ούτε τις σερβίετες της δεν αγοράζει γιατί έχει 200ευρο και ποιός να της το χαλάσει. Την αγαπάω, αλλά είναι μεγάλος καβατζόπουστας.

Got a better definition? Add it!

Published