Ολόγυμνος.

Λέγεται και τσιτσίδι (επίρρημα).

-Πήγε η πεθερά του απροειδοποίητα σπίτι του, και αυτός για να της την σπάσει και να μην το ξανακάνει, άρχισε να κυκλοφορεί μπροστά της τσίτσιδος!
-Σοβαρά;
-Αλήθεια σου λέω! Τσιτσίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified