Έκφραση-αναφώνηση σχετικά με κάποια κακοτυχία ή για απανωτές κακοτυχίες. Προέρχεται από τις Ιταλικές ταινίες του΄50 (porca=γουρούνα)

- Μ΄έπιασε λάστιχο, έμεινα από μπαταρία και με τρακάρανε, όλα αυτά μέσα σε τρεις μέρες! Πόρκα μιζέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η οδός Στουρνάρη (άνωθεν της οδού Πατησίων), επειδή εκεί είναι μαζεμένα τα περισσότερα καταστήματα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

- Πάω στην Σίλικον Βάλεϋ να ψάξω για κάρτα γραφικών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φανατικός και υπερσυντηρητικός θεούσος, ή ο υπερσυντηρικός παπάς.

- Ο Ιερώνυμος είναι πιο συντηρητικός απ΄ ότι ήταν ο Χριστόδουλος;
- Ουδεμία σύγκριση. Ο Χριστόδουλος σε σύγκριση μαζί του ήταν ταλιμπάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.

Κάποτε αγόρασα ένα σετ εργαλείων για το τζάκι και ο καταστηματάρχης είπε στον υπάλληλο: «Φέρε έναν κρεμανταλά από την αποθήκη!» (!)

- Με έσπρωξε ένας κρεμανταλάς στο μπάσκετ και με σακάτεψε!

ο κρεμανταλάς του τζακιού (β παράγραφος) (από GATZMAN, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περούκα.

Κοίτα τον γεροντόπουστα, φοράει καούκα με κομοδινί μαλλί!

(από patsis, 07/04/12)

Επίσης έχει περάσει και καθιερωθεί στη γλώσσα του θεάτρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντά κομμένα μαλλιά, στα οποία οι όρθιες και σκληρές τρίχες αγκυλώνουν! (οι Ιάπωνες έχουν τέτοια μαλλιά συνήθως.)

ή (συχνότερα στις μέρες μας): μαλλλιά διαμορφωμένα με gel, ώστε να έχουν σηκωμένες μύτες, σαν καρφιά.

Άλα της μάγκα, με το μαλλί-καρφάκια!

(από gaidouragathos, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, που θολώνει τα νερά.

Από το ασπόνδυλο είδος «Σηπία η μελανηφόρος».

- Έλα 'δώ εσύ, πονηρή σουπιά! Τι μας λές ότι κοιμήθηκες νωρίς χθές, αφού σε είδε κάποιος την νύχτα σε κακόφημο μπάρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, πονηρή σουπιά.

Βρε μπαγάσα, έχεις κι άλλη γκόμενα και μου το έκρυβες; Δεν φοβάσαι μην το μάθει η Σούλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατεώνας.

Αυτός ο ασφαλιστής δεν με πείθει. Πολύ παγαπόντης μου φαίνεται!

Μπαγαπόντισσα. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, απατεωνάκος, μπαγαπόντης, αλλά και σεξουαλικά πονηρούλης.

Μάλλον εκ της τουρκικής, γι' αυτό και το υποβρύχιο λέγεται «μπερμπάντ-παπόρ» (όχι στην αληθική τουρκική γλώσσα, εννοείται!)

- Ά, τον μπερμπάντη, τον πορνόγερο! Τι στριφογυρίζει εδώ πέρα αυτός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified