Έκφραση-αναφώνηση σχετικά με κάποια κακοτυχία ή για απανωτές κακοτυχίες. Προέρχεται από τις Ιταλικές ταινίες του΄50 (porca=γουρούνα)
- Μ΄έπιασε λάστιχο, έμεινα από μπαταρία και με τρακάρανε, όλα αυτά μέσα σε τρεις μέρες! Πόρκα μιζέρια!
Έκφραση-αναφώνηση σχετικά με κάποια κακοτυχία ή για απανωτές κακοτυχίες. Προέρχεται από τις Ιταλικές ταινίες του΄50 (porca=γουρούνα)
- Μ΄έπιασε λάστιχο, έμεινα από μπαταρία και με τρακάρανε, όλα αυτά μέσα σε τρεις μέρες! Πόρκα μιζέρια!
Got a better definition? Add it!
Η οδός Στουρνάρη (άνωθεν της οδού Πατησίων), επειδή εκεί είναι μαζεμένα τα περισσότερα καταστήματα για ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
- Πάω στην Σίλικον Βάλεϋ να ψάξω για κάρτα γραφικών.
Got a better definition? Add it!
Ο φανατικός και υπερσυντηρητικός θεούσος, ή ο υπερσυντηρικός παπάς.
- Ο Ιερώνυμος είναι πιο συντηρητικός απ΄ ότι ήταν ο Χριστόδουλος;
- Ουδεμία σύγκριση. Ο Χριστόδουλος σε σύγκριση μαζί του ήταν ταλιμπάν!
Got a better definition? Add it!
Ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.
Κάποτε αγόρασα ένα σετ εργαλείων για το τζάκι και ο καταστηματάρχης είπε στον υπάλληλο: «Φέρε έναν κρεμανταλά από την αποθήκη!» (!)
- Με έσπρωξε ένας κρεμανταλάς στο μπάσκετ και με σακάτεψε!
Got a better definition? Add it!
Επίσης έχει περάσει και καθιερωθεί στη γλώσσα του θεάτρου.
Got a better definition? Add it!
Κοντά κομμένα μαλλιά, στα οποία οι όρθιες και σκληρές τρίχες αγκυλώνουν! (οι Ιάπωνες έχουν τέτοια μαλλιά συνήθως.)
ή (συχνότερα στις μέρες μας): μαλλλιά διαμορφωμένα με gel, ώστε να έχουν σηκωμένες μύτες, σαν καρφιά.
Άλα της μάγκα, με το μαλλί-καρφάκια!
Got a better definition? Add it!
Πονηρός, που θολώνει τα νερά.
Από το ασπόνδυλο είδος «Σηπία η μελανηφόρος».
- Έλα 'δώ εσύ, πονηρή σουπιά! Τι μας λές ότι κοιμήθηκες νωρίς χθές, αφού σε είδε κάποιος την νύχτα σε κακόφημο μπάρ!
Got a better definition? Add it!
Πονηρός, πονηρή σουπιά.
Βρε μπαγάσα, έχεις κι άλλη γκόμενα και μου το έκρυβες; Δεν φοβάσαι μην το μάθει η Σούλα;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Πονηρός, απατεωνάκος, μπαγαπόντης, αλλά και σεξουαλικά πονηρούλης.
Μάλλον εκ της τουρκικής, γι' αυτό και το υποβρύχιο λέγεται «μπερμπάντ-παπόρ» (όχι στην αληθική τουρκική γλώσσα, εννοείται!)
- Ά, τον μπερμπάντη, τον πορνόγερο! Τι στριφογυρίζει εδώ πέρα αυτός;
Got a better definition? Add it!