fuckable redirects to φακάμπλ (for which one more definition been submitted).

Ο ορισμός είναι ίδιος με το λήμμα αξιαγάμητος.

- Η Μαρία θα φέρει και μια φίλη της το βράδυ.
- Καλή;
- Fuckable!

Από την αγγλική λέξη fuck και την κατάληξη -able (=αυτός που είναι ικανός για κάτι, π.χ. CD-Rewritable)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

paidia auto to site einai ola ta lefta!! akous ekei fuckable ahah :)