Άτομο που είναι μπατίρης και χρωστάει παντού.

- Ρε σύ, ο Μάκης μου ζήτησε δανεικά 1000 ευρώ, να του τα δώσω;
- Ούτε που να το σκέφτεσαι, πρόκειται γιά πολυ μεγάλο μπατάκι που χρωστάει σ'όποιον μιλάει ελληνικά στην Ελλάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
krepsinis

Γνωστό και ως μπάτακας...

#2
patsis

Κλασική λέξη στην τραπεζική αργκό. Άλλο φαινόμενο προς αποφυγή στα οικονομικά μας και το σαπάκι, που ακούγεται και παρόμοια σαν λέξη.

#3
iwn

μαλλον το συγχεεις με το μπαταξής