Άτομο που είναι μπατίρης και χρωστάει παντού.
- Ρε σύ, ο Μάκης μου ζήτησε δανεικά 1000 ευρώ, να του τα δώσω;
- Ούτε που να το σκέφτεσαι, πρόκειται γιά πολυ μεγάλο μπατάκι που χρωστάει σ'όποιον μιλάει ελληνικά στην Ελλάδα.
Άτομο που είναι μπατίρης και χρωστάει παντού.
- Ρε σύ, ο Μάκης μου ζήτησε δανεικά 1000 ευρώ, να του τα δώσω;
- Ούτε που να το σκέφτεσαι, πρόκειται γιά πολυ μεγάλο μπατάκι που χρωστάει σ'όποιον μιλάει ελληνικά στην Ελλάδα.
Got a better definition? Add it!
3 comments
krepsinis
Γνωστό και ως μπάτακας...
patsis
Κλασική λέξη στην τραπεζική αργκό. Άλλο φαινόμενο προς αποφυγή στα οικονομικά μας και το σαπάκι, που ακούγεται και παρόμοια σαν λέξη.
iwn
μαλλον το συγχεεις με το μπαταξής