Άτομο του υποκόσμου, ο αλήτης, το παλιόπαιδο, το τσογλάνι, ο ελεεινός.

Από το τουρκικό batak = βούρκος, βάλτος, έλος.

Πρόσεχε, γιατί αυτός που σε είδα να κάνεις μαζί του παρέα εχθές είναι πολύ μπατάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που είναι μπατίρης και χρωστάει παντού.

- Ρε σύ, ο Μάκης μου ζήτησε δανεικά 1000 ευρώ, να του τα δώσω;
- Ούτε που να το σκέφτεσαι, πρόκειται γιά πολυ μεγάλο μπατάκι που χρωστάει σ'όποιον μιλάει ελληνικά στην Ελλάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified