Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.
Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!
Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.
Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!
Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
3 comments
patsis
Κλασικό, λεξικογραφημένο βέβαια (βλ. πχ. εδώ).
PUNKELISD
Ξύδι ή ξίδι; έλαμουντέ.
salina
Κατά το ΜΕΛ (Μείζον Ελληνικό Λεξικό) [<μσν. (ο)ξίδιν < oξίδιον, υποκορ. του αρχ. /όξος]
(το) ουσ. υγρό παραγόμενο από την οξική ζύμωση οινοπνευματούχων ποτών
Και κατά τον Μπάμπη, Από το όξ-ος παράγεται το οξ-ίδιον απ’ όπου το (ο)ξίδι(ον)