Η ερωτική πράξη. Το λες όταν δεν θέλεις κάποιος να καταλάβει τι λες, παρόλο που είναι μπροστά.

Προφανώς ξεκίνησε από κάποιον υδραυλικό που, όταν αργούσε να πάει σπίτι του γιατί ξενοπηδούσε, έλεγε στη γυναίκα του:

- Είχα μπλέξει σε μια οικοδομή και σωλήνωνα όλο το απόγευμα.

Η γυναίκα του φυσικά δεν ρωτούσε τίποτ' άλλο, γιατί πίστευε ότι καταλάβαινε τι έκανε ο άντρας της: υδραυλικές εργασίες...

Πού χάθηκες χτες, ρε; Σωλήνωνες πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified