Σκάσε, βούλωσέ το, μη μιλάς.
Πιο μάγκικο συνώνυμο του κάνω μόκο, δηλαδή δε μιλάω.
- Θα σε σπάσω τα μούτρα έτσι και... - Άλα της! Αγορίνα, κομμένη! Μόκο τσιριμόκο καλύτερα τώρα για να μην αρπάξεις κι' άλλες!
Got a better definition? Add it!
Published 2008-02-17 23:43:43+00:00 Last modified 2013-09-20 14:20:41+00:00
HODJAS
2009-08-31 10:12:33+00:00
Βλέπε-άκου-κάνε μόκο=θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο...
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
1 comment
HODJAS
Βλέπε-άκου-κάνε μόκο=θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο...