Σκάσε, βούλωσέ το, μη μιλάς.

Πιο μάγκικο συνώνυμο του κάνω μόκο, δηλαδή δε μιλάω.

- Θα σε σπάσω τα μούτρα έτσι και...
- Άλα της! Αγορίνα, κομμένη! Μόκο τσιριμόκο καλύτερα τώρα για να μην αρπάξεις κι' άλλες!

(από Mr. Cadmus, 07/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
HODJAS

Βλέπε-άκου-κάνε μόκο=θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο...