Κάποιος που προφανώς «την έχει αφήσει» και το αρνείται. Προδόθηκε, όμως, ότι την άφησε.

-Πωωω ρε φίλε... Τι βρώμα είναι αυτή;
-Δεν έκλασα εγώ ρε, σπάσε!
-Άσ' το μάγκα... Πορδόθηκες!!!

Αντί να λες ψέματα και να ρισκάρεις να πας στην κόλαση, βγάζε την ντουντούκα όλο ειλικρίνια. (από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

τώρα αυτό είναι προδόθηκα, ή πορδώθηκα; ιδού η απορία. Θα έλεγα το βου.

#2
vikar

Κι' εγώ το βού θα έλεγα.

[βέβαια τώρα αυτή, άν μου κρατάει ακόμα μούτρα θα πεί «α όχι το βού, τώρα λέω το ά»...]

#3
vikar

Όπα, λάθος ρε γαμώτ'. Φυσικά και με όμικρον πρέπει να παραμείνει, με το προδόθηκα παίζει, οπότε... Χμ.

#4
iron

α ωραία. οπότε μπορώ ΚΑΙ μούτρα να κρατήσω ΚΑΙ να πω το αντίθετο, ΚΑΙ να παραμείνω πιστή στην αρχική μου θέση. Βου λοιπόν, βου βου βου! Παίζει με το προδόθηκα, αλλά η σημασία της λέξης (κάτι σαν «κλάστηκα», ας πούμε) το φέρνει κοντά στα εις -ώθηκα (κορδώθηκα, λερώθηκα, σηκώθηκα κλπκλπ) -τρομερό επιχείρημα, το ξέρω.

Και τεσπα έχω δικαίωμα ως γυνή στα μούτρα, και έχω δικαίωμα και στις δύο απόψεις εφόσον εγώ το είχα μοντάρει τότε και το είχα αφήσει -όθηκα, και τρίτον (τρίτον, τρίτον, τρίτον... α ναι), τρίτον να πουν και άλλοι τη γνώμη τους, εσένα δεν σου μιλάω, χεχε...

#5
vikar

Μα το ρήμα ώς γνωστόν προέρχεται απ' το αρχαίο πορδίδωμι απ' όπου κρατάει το ασθενές θέμα δοθ-!...

#6
iron

χέστηκα, χέστηκα, χέστηκα!

#7
vikar

Μα αφού... μα...!