Κάποιος που προφανώς «την έχει αφήσει» και το αρνείται. Προδόθηκε, όμως, ότι την άφησε.

-Πωωω ρε φίλε... Τι βρώμα είναι αυτή;
-Δεν έκλασα εγώ ρε, σπάσε!
-Άσ' το μάγκα... Πορδόθηκες!!!

Αντί να λες ψέματα και να ρισκάρεις να πας στην κόλαση, βγάζε την ντουντούκα όλο ειλικρίνια. (από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified