το θεό: Χαρακτηρισμός κάποιου ουδέτερου αντικειμένου που είναι πολύ ουάου, πολύ ιν. Βλέπε και θεά

- Τι ωραίο πουλοβεράκι;! Θεό είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified