Το άτομο που έχει γίνει λιώμα στο μεθύσι.

Ο Γιώργης έγινε κουρούμπελο απόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Δές και λιάρδα.

#2
dryhammer

Στα Χιώτικα λέγεται κουρούπετο. Αγνοώ άν έχει σχέση με τον κουρούπα