Κοινώς, πάρε τον πούλο.

- Πάρε τον πούλοβιτς και φύγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
theocharis10

Προφανώς πρόκειται για τον σέρβο πούλο, οπότε και νομίζω οτι είναι αρσενικό. Ο (μ)πούλοβιτς. Κλίνεται κατά το: Μπρέγκοβιτς.

πχ. Τον πούλοβιτς τώρα = την κανά λέμε.