Αυτός που δεν στροφάρει, που δεν έχει σωστή αντίληψη, που δεν κόβει γρήγορα ο εγκέφαλός του, ή αυτός που έχει φάει κόλλημα γενικά.
- Καλά μεγάλε ο τύπος έχει κόψει στρόφαλο!
- Πολύ στρόφαλος ο...
- Είσαι στρόφαλος!
- Α ρε στρόφαλε!! Τι έκανες πάλι;
Αυτός που δεν στροφάρει, που δεν έχει σωστή αντίληψη, που δεν κόβει γρήγορα ο εγκέφαλός του, ή αυτός που έχει φάει κόλλημα γενικά.
- Καλά μεγάλε ο τύπος έχει κόψει στρόφαλο!
- Πολύ στρόφαλος ο...
- Είσαι στρόφαλος!
- Α ρε στρόφαλε!! Τι έκανες πάλι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments