Αυτός που δεν στροφάρει, που δεν έχει σωστή αντίληψη, που δεν κόβει γρήγορα ο εγκέφαλός του, ή αυτός που έχει φάει κόλλημα γενικά.

  1. - Καλά μεγάλε ο τύπος έχει κόψει στρόφαλο!

  2. - Πολύ στρόφαλος ο...

  3. - Είσαι στρόφαλος!

  4. - Α ρε στρόφαλε!! Τι έκανες πάλι;

στρόφαλος (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified