Το ξεραμένο σύκο (γλύκισμα μεσσηνιακόν), αλλά και ο όρχις. Οιοσδήποτε εκ των δύο. Παρομοίωση αλλά και κατάρα.
- Πάω για τάκλιν, αλλά τρώω μια στην τσαπέλα και μένω παγωτό φίλε. Μου πέσαν τα φρύδια.
- Που να σου μαραθούν οι τσαπέλες...
Το ξεραμένο σύκο (γλύκισμα μεσσηνιακόν), αλλά και ο όρχις. Οιοσδήποτε εκ των δύο. Παρομοίωση αλλά και κατάρα.
- Πάω για τάκλιν, αλλά τρώω μια στην τσαπέλα και μένω παγωτό φίλε. Μου πέσαν τα φρύδια.
- Που να σου μαραθούν οι τσαπέλες...
Got a better definition? Add it!
10 comments
HODJAS
Η τσαπέλα είναι δοχείο με σύκα.
poniroskylo
Το ΛΚΝ δίνει
τσαπέλα η [tsapéla] Ο25 : αρμαθιά από αποξηραμένα σύκα
iron
Τσαπέλα είναι το υπερώριμο σύκο που ακόμα κρέμεται πάνω στο δέντρο και είναι έτοιμο να πέσει. Έχει ήδη στεγνώσει, ζαρώσει και κιτρινίσει και η φλούδα του είναι σκληρή. Από την τσαπέλα γίνονται τα καλύτερα ξερά σύκα. Αν θέτε συνταγή, εύκολο.
PUNKELISD
Χαχα! Μου πέσαν τα φρύδια, μου 'φυγε το μούσι και τέτοια μ΄αρένουν!
MXΣ
πού τσάρος... και που τσαπέλα πγιά...
iron
ρε μπας και έχει καμιά σχέση με το εκκλησάκι / παρεκκλήσι, chappel (τσάπελ) αγγλικά, chapelle (σαπέλ) γαλλικά, capella (καπέλα) ιταλικά;;; το ΛΚΝ δίνει ότι είναι αρμαθιά από αποηγραμένα σύκα, όχι το ένα σύκο. μήπως ξέρω γω το σχήμα της αρμαθιάς φέρνει σε εκκλησία;
MXΣ
ντόινγκ, ντόινγκ, χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες της chappelας...
patsis
... και η ψολίστ τραγουδούσε a chapella.
MXΣ
ναι, ναι, το «τσάκα την τσαπού, ολέ, ολέ»...
GATZMAN
Ζορίστηκε ο Τσάπελης