Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Χαζός, άμυαλος. Επίσης θηλ. σερσέμα και ουδ. σερσέμικο.

Ποιος ασχολείται με τον σερσέμη; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
athens as it really is

συνώνυμο το σερσερής

#2
Επισκέπτης

Σερσερής, ή και σερσερίκος στο υποκοριστικό του.
Παραπλήσια σημασία ο μπονάκης, μπουνταλάς, σασκίνης.

#3
Επισκέπτης

#4
patsis

Το «σασκίνης» το έχω εδώ και ένα χρόνο στο πρόχειρο, έχω βρει και την ετυμολογία, ανεβαίνει οσονούπω.

#5
olisse

το σερσέμης αν δεν κάνω λάθος σημαίνει «ατσούμπαλα βιαστικός»...

#6
iron

βλ. εδώ για το σωστό

#7
MXΣ

Ο δάσκαλος μου της Τουρκικής με είχε πει ότι το sersem σημαίνει: o αποβλακωμένος, παραζαλισμένος, κατάπληκτος, σαστισμένος, κλουβιασμένος, αναστατωμένος, μπερδεμένος, συγχισμένος, κλπ, κλπ. Aν τώρα είναι και επιπόλαιος, εγώ το χέρι μου δεν το βάζω στην φωτιά... Tamam;

#8
MXΣ

'Αρα μιαν χαράν το έχωμεν...

#9
iron

εδώ πρέπει να μας μιλήσει κανας ειδικός. Γιατί δεν ξέρουμε αν στα ελληνικά έχει κρατήσει την τουρκική σημασία ή όχι.

(να πω επί τη ευκαιρία κάτι που έχω σκεφτεί γενικά: βλέπω ότι κάποιες τέτοιες παλιές και δη ξενόφερτες λέξεις, σήμερα χρησιμοποιούνται, κυρίως από τους νέους, με άλλη σημασία, είτε από παρανόηση ή από άγνοια. Πράγμα που το βρίσκω ενδιαφέρουσα εξέλιξη των λέξεων αυτών).

Κρατάμε και τα 2 τότε, μέχρι να βγει άκρη.

#10
MXΣ

Και να κάνουμε και ένα master debate όπου το πονηρό- και ο χαλικού, να παραθέσουν τσι απόψεις τους, ναι;

#11
iron

κατά κει το βλέπω!

#12
νεοχρης

Ο βιαστικος, ο αγχωδης στις κινησεις του και γενικα στη συμπεριφορα του. (α αιωνιος αναζητητης της γυναικας...)
Και πιθανον ολα αυτα να προερχονται οντως απο το «ΣΕΡΣΕ ΛΑ ΦΑΜ»!

#13
deinosavros

Καλά τα λέει ο ΜΧΣ για το sersem (να τον ακούτε ρε, δεν είναι σερσέμης ο άθρωπας).
Serseri = αλήτης.