Όταν προστρέχουν πολλοί μαζί σε μια συνάθροιση. Άλλες εκφράσεις με ίδιο ή παρεμφερές περιεχόμενο: συν γυναιξί και τέκνοις, η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, αλάι μαλάι σιναλάι.

Γιόρταζε ψες τον άντρα της. Όλοι εκεί ήταν μαζωμένοι. Σόι σόπι συνξυλές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Ο ΑΛΛΟΣ

Τι προελεύσεως είναι αυτό; Βλάχικο; Αρβανίτικο; Γύφτικο; Εβραίικο; Σλάβικο; Μήπως καλιαρντό;

#2
jesus

βλ εδώ για την ετυμολογία