Ολοκαίνουργιος.
Το φράκο μου είναι τσίλικο.
Got a better definition? Add it!
Published 2008-03-07 02:25:30+00:00 Last modified 2008-03-10 21:18:52+00:00
Hank
2009-01-14 02:28:57+00:00
Είναι από τουρκική λέξη «τσιλ», που σημαίνει ολοκαίνουργιος, ενώ από άλλη ερμηνεία είναι από παρόμοια τούρκικη λέξη, που σημαίνει «στιλπνός». Οπότε και οι δύο ορισμοί είναι έγκυροι.
GATZMAN
2009-01-14 08:38:20+00:00
-Ενα τσίλικο τσιλιμπέργκερ στον Hank -Εφτασε
2009-01-14 10:05:18+00:00
Έφτασε όπως στην φωτόου;
2009-01-14 10:27:35+00:00
Ωπα. Ενα και να καίει. Μια τέτοια πρέπει να προσλάβει κι ο Κοκός για να προωθήσει το δικό του
2009-01-14 12:26:47+00:00
κώλοι υπάρχουν, στέμματα δεν υπάρχουν
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
5 comments
Hank
Είναι από τουρκική λέξη «τσιλ», που σημαίνει ολοκαίνουργιος, ενώ από άλλη ερμηνεία είναι από παρόμοια τούρκικη λέξη, που σημαίνει «στιλπνός». Οπότε και οι δύο ορισμοί είναι έγκυροι.
GATZMAN
-Ενα τσίλικο τσιλιμπέργκερ στον Hank
-Εφτασε
Hank
Έφτασε όπως στην φωτόου;
GATZMAN
Ωπα. Ενα και να καίει. Μια τέτοια πρέπει να προσλάβει κι ο Κοκός για να προωθήσει το δικό του
Hank
κώλοι υπάρχουν, στέμματα δεν υπάρχουν