Γυναίκα κοντή, χοντρή, κακοσούλουπη, δυσκίνητη, μεγάλο βυζί και φαρδειά πλάτη, μαλλί κομμωτηρί, χρυσαφικό, όχι ωραία, ψευτο-επιβλητική και ψευτο-συναισθηματική, της γειτονιάς, τσαντάκι λαϊκής με χρυσό αλυσιδάκι, περί τα πενήντα - εξήντα, που όλα τα ξέρει και όλα τα κανονίζει. Μη σου τύχει. Το είδος εντοπίζεται σε βαφτίσια, γάμους, κηδείες, εκδηλώσεις, κλπ.

- Τι ήθελα και πήγα στα βαφτίσια, πλακώσανε όλες οι θειόκες και με αρχίσανε στα «Σειρά σου τώρα να κάνεις κάνα παιδάκι, άντε μπράβο!»

βλ. και θείτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Όλο μου λένε στα βαφτίσια οι θειόκες «και στα δικά σου!», εννοώντας να κάνω παιδί, και τους λέω «μα βαφτίστηκα, πάλι να βαφτιστώ;».

#2
GATZMAN

Ωραίο Χανκ.Θα το λέω κι εγώ.

#3
Hank

Προς όσους μας θεωρούν εγγονομηχανές (grandchild machine)

#4
Sperminator2

θειάκω -γκαστρωμένη εγκαστρίμυθη