Έφαγα χυλόπιτα (πιο κλασσικό) ή μου ήρθε κάτι στη μούρη, τάλιρο κτλ.
Μαν, πήγα στην Σία και μου έριξε αφίσα η γκόμενα... Δεν το πίστευα, είναι που τελευταία την βγάζω ζεβουαζιόν μάλλον.
Έφαγα χυλόπιτα (πιο κλασσικό) ή μου ήρθε κάτι στη μούρη, τάλιρο κτλ.
Μαν, πήγα στην Σία και μου έριξε αφίσα η γκόμενα... Δεν το πίστευα, είναι που τελευταία την βγάζω ζεβουαζιόν μάλλον.
Got a better definition? Add it!
1 comment
HODJAS
Βλ. και έκφραση «βγήκα αφίσα» = έγινα ρεντίκολο.
Π.χ. Θα σε βγάλω αφίσα στη γειτονιά.