Κατευθείαν, αμέσως, χωρίς διακοπή. Ίσως επειδή το καπάκι εφαρμόζει τέλεια πάνω σε κάτι, χωρίς να αφήνει κενό.

Επίσης συναντάται και στον πληθυντικό (στα καπάκια) με την ίδια ακριβώς σημασία.

Μόλις φτάσω σπίτι θα σε πάρω εγώ στο καπάκι. Μην χρεώνεσαι τώρα με το κινητό!

Μετά τη δουλειά πήγα γυμναστήριο στα καπάκια και τώρα τά 'χω φτύσει εντελώς μιλάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified