Κατευθείαν, αμέσως, χωρίς διακοπή. Ίσως επειδή το καπάκι εφαρμόζει τέλεια πάνω σε κάτι, χωρίς να αφήνει κενό.

Επίσης συναντάται και στον πληθυντικό (στα καπάκια) με την ίδια ακριβώς σημασία.

Μόλις φτάσω σπίτι θα σε πάρω εγώ στο καπάκι. Μην χρεώνεσαι τώρα με το κινητό!

Μετά τη δουλειά πήγα γυμναστήριο στα καπάκια και τώρα τά 'χω φτύσει εντελώς μιλάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακαλώ όποιος γνωρίζει την προέλευση της λέξης / έκφρασης «στα καπάκια» να συμπληρώσει το άρθρο. Ευχαριστώ.

... και στα καπάκια μπορούμε να την κάνουμε.
... και στα καπάκια πάμε για ποτάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεχόμενη ανεπιθύμητη συγκυρία.

- Σήμερα πρέπει να με μάτιασε κάποιος. Αλλιώς δεν εξηγείται.
- Τι έπαθες;
- Έχασα το πορτοφόλι μου και εκεί που το έψαχνα στον δρόμο όπου φανταζόμουν πως θα τό 'χα χάσει, έρχεται καπάκι και με χτυπάει ένα μηχανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified