Από τα ουσιαστικά κώλος και πιλάλα (= το γοργό τρέξιμο, η τρεχάλα).

Κυριολεκτικά σημαίνει την πιεστική ανάγκη για αποπάτηση, το κόψιμο δηλαδή... Μεταφορικά όμως, όπως χρησιμοποιείται συνήθως, υποδηλώνει την μεγάλη βιασύνη / αγωνία / ανυπομονησία / ανησυχία για κάτι.
Βλέπε και κωλοσφίξιμο/κωλοσφιξούρα/κόψιμο.

- Άντε, ξεκίνα! Θα αργήσουμε στο ραντεβού και θα φύγουν τα γκομενάκια!
- Σιγά ρε μαλάκα, σε μισή ώρα έχουμε πει, εδώ δίπλα... Μα τι κωλοπιλάλα σ' έχει πιάσει, μπορείς να μου πεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Μιτζνούρ

Έχω ακούσει ο ίδιος να χρησιμοποιείται το ρήμα πιλαλάνε = τρέχουν. Νομίζω πως ήταν παιδάκια από την Πελοπόννησο.

#2
fateswarm

Ναι, το «που πας πιλάλα;» είναι γνωστή έκφραση εκεί.

#4
donmhtsos

Ὡραῖο τὸ (ὑπονοούμενο) λολοπαίγνιο: hasty-χέστης. Πιάνει καὶ τὶς δυὸ ἔννοιες τῆς κωλοπιλάλας. Μπράβο Χτῆνος!