Από τα ουσιαστικά κώλος και πιλάλα (= το γοργό τρέξιμο, η τρεχάλα).
Κυριολεκτικά σημαίνει την πιεστική ανάγκη για αποπάτηση, το κόψιμο δηλαδή... Μεταφορικά όμως, όπως χρησιμοποιείται συνήθως, υποδηλώνει την μεγάλη βιασύνη / αγωνία / ανυπομονησία / ανησυχία για κάτι.
Βλέπε και κωλοσφίξιμο/κωλοσφιξούρα/κόψιμο.
- Άντε, ξεκίνα! Θα αργήσουμε στο ραντεβού και θα φύγουν τα γκομενάκια!
- Σιγά ρε μαλάκα, σε μισή ώρα έχουμε πει, εδώ δίπλα... Μα τι κωλοπιλάλα σ' έχει πιάσει, μπορείς να μου πεις;
4 comments
Μιτζνούρ
Έχω ακούσει ο ίδιος να χρησιμοποιείται το ρήμα πιλαλάνε = τρέχουν. Νομίζω πως ήταν παιδάκια από την Πελοπόννησο.
fateswarm
Ναι, το «που πας πιλάλα;» είναι γνωστή έκφραση εκεί.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος
αγγλ. hasty = βιαστικός.
donmhtsos
Ὡραῖο τὸ (ὑπονοούμενο) λολοπαίγνιο: hasty-χέστης. Πιάνει καὶ τὶς δυὸ ἔννοιες τῆς κωλοπιλάλας. Μπράβο Χτῆνος!