Σύνηθες μεγεθυντικό του πηλάλα με το α΄ γαμοσλανγκοτέτοιο συστατικό κωλο- που δηλώνει συχνά μεγέθυνση και ένταση. Η κωλοπηλάλα είναι το ταχύτατο τρέξιμο που προκαλείται από κωλοπρεμούρα, κωλοκαούρα, κωλοκαψίδα, κωλοφαγούρα ή από το απλό γεγονός ότι έχουμε διάρροια και πρέπει να σπεύσουμε στην τουαλέτα.

Άλλωστε το α' συστατικό κωλο- χρησιμοποιείται ενίοτε σε σύνθετες λέξεις δηλούσες την κατάσταση όπου μας τρώει ο κώλος μας και αναπτύσσουμε έντονη κινητικότητα έως και αεικινησία. Ήτοι σε αρκετές εκφράσεις ο κώλος θεωρείται ως η έδρα της ανησυχίας, της φιλοπεριέργειας ή και της φιλομάθειας.

Πάσα: leonpanos.

1. Ποιος αρχί-πάπας θα τρέξει «αγαλλομένω ποδί» (= χαροποιός κωλοπηλάλα) εκεί στο Μαρόκο, για τελέσει προσωπικά το μυστήριο του γάμου;

2. Δεν το αναλύω παραπάνω, απλά (επειδή είμαι κακός, περίεργος και σκατοχαρακτήρας), μήπως αντί για την κωλοπηλάλα να «φαινόμαστε» και να «ακουγόμαστε» να μας πιάσει καμιά κωλοπηλάλα να ΞΕΧΡΕΩΣΟΥΜΕ.

3. Εάν αναρωτιέστε πάντως πρός τί αυτή η κωλοπηλάλα (ούτως ειπείν) τής μεταστροφής τής ΝΔ σέ υπεύθυνο κόμμα η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή...

(από Khan, 05/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα ουσιαστικά κώλος και πιλάλα (= το γοργό τρέξιμο, η τρεχάλα).

Κυριολεκτικά σημαίνει την πιεστική ανάγκη για αποπάτηση, το κόψιμο δηλαδή... Μεταφορικά όμως, όπως χρησιμοποιείται συνήθως, υποδηλώνει την μεγάλη βιασύνη / αγωνία / ανυπομονησία / ανησυχία για κάτι.
Βλέπε και κωλοσφίξιμο/κωλοσφιξούρα/κόψιμο.

- Άντε, ξεκίνα! Θα αργήσουμε στο ραντεβού και θα φύγουν τα γκομενάκια!
- Σιγά ρε μαλάκα, σε μισή ώρα έχουμε πει, εδώ δίπλα... Μα τι κωλοπιλάλα σ' έχει πιάσει, μπορείς να μου πεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified