Ο ψωροπερήφανος, που σειέται και λυγιέται και κουκουνίζεται (=καμαρώνει).

Έλα στο παράθυρο, περνάει απ' έξω ο κορδομενίδης. Κοίτα πλάκα πούχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Απο το κορδώνομαι.