Η πολύ ψηλή γυναίκα. Λέγεται και ταβανόσκουπα και καμήλα.

Ξαραχνιάστρα ή ταβανόσκουπα λέγανε τη σκούπα με το μακρύ ξύλινο κοντάρι που της βάζανε κι ένα πανί μπροστά και τη σέρνανε στις ακμές των δωματίων ψηλά για να πάρουν τις αράχνες.

- Να του ζήσει η ξαραχνιάστρα του, να τη χαίρεται. Άργησε αλλά ψώνισε από σβέρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified