1. Δεν βλέπω μπροστά μου και σκοντάφτω.
  2. Ξετρελαίνομαι από τη χαρά μου και κλωθογυρνάω πάνω κάτω.
  3. Πέφτω με τα μούτρα στους έρωτες.

Επίθετο: ο κουντουρντισμένος.

  1. Κοίτα, κοίτα! Κουντούρντισε στην κολόνα. Χαράς στην αφηρημάδα. Σαν και τούτον κανείς.

  2. Κάτσε κάτω χριστιανέ μου επιτέλους! Κουντούρντισες πια σήμερα...

  3. Δεν κάθεσαι και λίγο στο σπίτι πια; Κάθε βράδυ κουντουρντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

και 4. Κάνω φασαρία, δεν στέκομαι ούτε στιγμή, δεν κάθομαι στ' αυγά μου.

4. - Ευτυχώς που ήρθες, τα παιδιά μου έβγαλαν την πίστη! Κουτούρντισαν πάλι σήμερα...

#2
MXΣ

δες εδω: [τουρκ. kudurdim, αόρ. του ρ. kudurmak (=τρελαίνω κάποιον)]
ρ. με πιάνει τρέλα, μανία, συμπεριφέρομαι σαν τρελός.

#3
PKP

Τα 2 και 4 γνωρίζω ότι ισχύουν και είναι συναφή με την τούρκικη σημασία.
Το 1 όμως μου φαίνεται άσχετο και πρωτάκουστο, μήπως να το αναθεωρούσαμε;